Μεταξύ του 1860 και του 1915 το Buenos Aires της Αργεντινής γνώρισε μια θεαματική ανάπτυξη. Το "Gran Aldea" (Μεγάλο Χωριό) έγινε μια κοσμοπολίτικη πόλη, η οποία, παρά την απομονωμένη γεωγραφική της θέση, ήταν μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου.
Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου και εν μέσω πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής αλληλεπίδρασης, το tango ανέπτυξε τα μοναδικά χαρακτηριστικά του και έγινε φιλοσοφία και τρόπος ζωής. Το όνομά του δεν αναφερόταν στις καθώς-πρέπει συζητήσεις της υψηλής κοινωνίας. Μεγάλωνε και προστατευόταν από γενναίους ανθρώπους που αψηφούσαν την απόρριψη από την άνετη, φοβισμένη και υπάκουη κοινωνία. Το tango, στην αρχική του μορφή, γεννήθηκε σε μέρη που ήταν προκατειλημμένα από την κοινωνία και χρειάστηκε χρόνια για να γίνει αποδεκτό. Ακόμα και όταν το tango άρχισε να εισέρχεται σε οικογενειακές γιορτές και ευρέως αποδεκτά κοινωνικά γεγονότα, το όνομα tango δεν χρησιμοποιούταν ως ετικέτα για να αναφερθεί, ούτε οι μουσικοί θα χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο για να περιγράψουν τις ορχήστρες τους. Η τεχνική χορού που σήμερα συσχετίζουμε με το tango και τη milonga, τα «cortes και quebradas», ήταν στις αρχές μια τεχνική χορού που δημιουργήθηκε από τα «chinas» και «compadritos» και εφαρμόστηκε σε κάθε είδους χορευτική μουσική που έπαιζε στο Rio de La Plata: "Mazurca", "polca", "habanera", "cuadrilla", "lanceros", waltz (ονομάζεται "vals cruzado" όταν χορεύεται με αυτόν τον τρόπο), "pasodoble", ισπανικά tango, tango και milonga. Αργότερα αυτή η τεχνική παρέμεινε στο Aργεντίνικο tango (Αναφέρεται ως "tango criollo"), milonga και vals criollo, επειδή αυτά τα στυλ μουσικής ήταν καλύτερα προσαρμοσμένα σε αυτό.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1862, τέσσερις άνδρες και δύο γυναίκες οδηγήθηκαν στη φυλακή για το χορό "tirando cortes y quebradas" σε μία γειτονιά της οδού Παραγουάης 58 (σήμερα, στο Puerto Madero). Στην έκθεση της αστυνομίας δεν αναφέρεται ο χορός σαν tango ή milonga. Ήταν στις 28 Σεπτεμβρίου 1897, όταν για πρώτη φορά διαπιστώνουμε ότι το "cortes και quebradas" είναι στοιχεία που σχετίζονται με τη χορογραφία μιας συγκεκριμένης μουσικής που ονομάζεται tango. Περιγράφεται στο έργο του Ezequiel Soria "Justicia Criolla". Το επόμενο έτος, το 1898, δημοσιεύτηκε το "el entrerriano", το πρώτο επίσημο Αργεντίνικο tango που καταγράφηκε από τον Rosendo Mendizábal που ήταν γνωστός συγγραφέας. Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν ακόμα οι ηχογραφήσεις οπότε τα τραγούδια εκτυπώνονταν σε φύλλα μουσικής. Ο συγγραφέας, Rosendo Mendizábal, ήταν ένας Αφρο-Αργεντίνος που γεννήθηκε το 1868 (και πέθανε το 1913). Προερχόμενος από μια πλούσια οικογένεια, ήταν σε θέση να σπουδάσει πιάνο. Ο τρόπος ζωής του τον έκανε να σπαταλήσει την περιουσία του και έτσι για να μπορέσει να ζήσει άρχισε να διδάσκει μαθήματα πιάνου και να παίζει σε κάθε είδους οίκους ανοχής και νυχτερινά μαγαζιά διασκέδασης και χορού. Ο Mendizábal έπαιζε μουσική από μαγαζιά που σύχναζαν φτωχοί άνθρωποι μέχρι και μαγαζιά που σύχναζε η υψηλότερη κοινωνία όπως το "Lo de Laura Monserrat" που βρισκόταν στο Παλέρμο (οδός Παραγουάης 2512). Ήταν εκεί όπου έκανε την πρεμιέρα του "El entrerriano" και το αφιέρωσε στον Ricardo Segovia, γαιοκτήμονα που γεννήθηκε στο Entre Rios. Ο Segovia έδωσε στo Rosendo ένα ποσό αξίας $100. Αυτή ήταν μια κοινή πρακτική μεταξύ των συνθετών, πριν ακόμα εφευρεθούν τα πνευματικά δικαιώματα.
Πριν την εκτύπωση των tango σε μουσικές παρτιτούρες, τα τραγούδια γινόντουσαν γνωστά μόνο από τις επαναλαμβανόμενες φορές που παίζονταν από τους δημιουργούς τους σε διάφορα μέρη. Εάν ένα tango ήταν τόσο καλό ώστε να ‘αγκαλιαστεί’ από το κοινό, ο κόσμος το απαιτούσε συχνά και έτσι διαδιδόταν το όνομα του και ο δημιουργός του. Με τον καιρό, οι μουσικοί μπορούσαν και έπαιζαν όλο και μεγαλύτερες ποικιλίες τραγουδιών ενώ άρχισαν να γίνονται μέλη σε ορχήστρες, είτε δημοτικές (δήμου, στρατιωτικές, αστυνομικές) είτε ιδιωτικές. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ταχεία διάδοση και αποδοχή του tango. Ήταν επίσης ένας τρόπος για να ‘μπει’ στα σπίτια διάφορων οικογενειών καμουφλαρισμένα πίσω από τεχνικές πιάνου αλλά και από τα vals του Chopin. Σημαντικό ρόλο στην διάδοση του tango εκείνη την εποχή ήταν και τα πρώτα μουσικά όργανα “organito” (ή αλλιώς ‘λατέρνες’ όπως είναι γνωστές σε εμάς). Τα organitos ήταν φορητά μουσικά όργανα που παρήγαγαν μελωδία με την συνεχή κίνηση μια λαβής/μανιβέλας από τον χειριστή. Οι μουσικοί συνήθιζαν να κυκλοφορούν στις γειτονιές με τα organitos ή να παίρνουν μέρος σε αυτοσχέδιες τοπικές ορχήστρες για να κερδίζουν τα προς το ζην. Η σημασία του organito είναι σημαντική γιατί προετοίμασε τα αυτιά αυτών που τους άρεσε το tango για την έλευση του μουσικού οργάνου που θα άλλαζε την ιστορία του tango: Το bandoneon. Ο πατέρας του Enrique Santos Discépolo, ο José Luis Roncallo (ο οποίος ήταν πιθανώς αυτός που για πρώτη φορά έγραψε tangos για organitos) και ο Ángel Villoldo (ο οποίος πιθανότατα έγραψε το "El Choclo" για organito) συμμετείχαν στην κατασκευή των πρώτων κυλίδρων για organitos (μηχανικά μέρη μέσα στα organitos που παρήγαγαν ήχους μέσα από την κίνηση τους).
Η εύκολη μεταφορά των μουσικών οργάνων του tango για να μπορέσει να διαδοθεί και να επιβιώσει ήταν υψίστης σημασίας. Η κιθάρα ήταν επίσης ένα άλλο όργανο που επέλεγαν οι μουσικοί για να τους συνοδεύει καθώς τραγουδούσαν. Μερικοί τραγουδιστές βέβαια που ήταν ήδη αναγνωρισμένοι, απέφευγαν να ρισκάρουν να τραγουδούν tango μίας και ήταν αμφισβητήσιμη μουσική. Δημοφιλές εκείνη την εποχή ήταν και το βιολί ενώ κοινή αποδοχή είχαν και τα πνευστά όργανα, ειδικά η φυσαρμόνικα με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις ωραίες μελωδίες που συνήθιζε να παίζει ο Angel Villoldo. Αυτά τα όργανα που πρωτόπαιξαν tango χαρακτηρίζονταν από φρεσκάδα και ζωντάνια ενώ παράλληλα μπορούσαν να αναπαράγουν γρήγορες και ζωηρές μελωδίες μίας και το επέτρεπε η ελαφρότητα και η κατασκευή τους. Αργότερα, με την εισαγωγή των "bordoneos" (μελωδίες και γέφυρες που παιζόντουσαν στη χαμηλότερη γκάμα των χορδών κιθάρας), την ενσωμάτωση της concertina και του ιταλικού ακορντεόν, θα ξεκινήσει μια διαδικασία επιβράδυνσης που θα φτάσει στο βάθος της με το bandoneon και τα βαρύτερα όργανα με χορδές (π.χ κοντραμπάσο). Είναι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που το bandoneon έγινε το πιο χαρακτηριστικό όργανο του tango.
Το 1899, ο "El Pibe" Ernesto Ponzio (1885-1934) δημοσίευσε το "Don Juan". Ο "El Pibe" Ponzio έπαιξε στο βιολί το "sacando chispas" με τέτοιο τρόπο που πετάχτηκαν σπινθήρες από αυτό, σύμφωνα με μία μαρτυρία που μας άφησε ο Gabino Ezeiza. Όταν ο πατέρας του (επίσης μουσικός) πέθανε, έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά του και έτσι έπαιζε μουσική σε πάρτι χορού και στα τραμ. Σύντομα του ζητήθηκε να παίξει στα πιο διάσημα μέρη της εποχής, όπως το "Lo de Hansen", το "Lo de Laura", το "Lo de María La Vasca" και το "Lo de Mamita" μεταξύ πολλών άλλων. Σε αυτό το τελευταίο, λέγεται, έκανε πρεμιέρα το "Don Juan", αφιερώνοντάς τον στον Juan Cabello, ένα γνωστό τοπικό ‘νονό’ της νύχτας. Αυτό το tango ήταν το πρώτο που καταγράφηκε με bandoneon από τον Vicente Greco και την ορχήστρα του το 1910. Το 1924, όταν έπαιζε στο Ροζάριο, πυροβόλησε και σκότωσε έναν άνδρα και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκισης. Είχε και άλλα προηγούμενα βίαια επεισόδια στο ιστορικό του, αλλά βγήκε από την φυλακή το 1928 και επέστρεψε στη μουσική. Σύμφωνα με τη σύζυγό του, δεν ήταν βίαιο άτομο. Ήταν όμορφος, καλός και πάντα χαμογελαστός, ακόμα και όταν έπαιζε, αλλά το ταλέντο του, η ενέργεια και η γοητεία ως μουσικός, χορευτής, καλλιτέχνης και άνθρωπος προκάλεσαν το φθόνο και τη ζήλια πολλών ανθρώπων. Ο "El Pibe" Ernesto ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του, με εκείνους που αγαπούσε και με την τέχνη του και δεν υποχωρούσε σε περιπτώσεις προσβολής από ασεβείς ανθρώπους. Κρίθηκε για τις σκέψεις και τα ιδανικά του και αντιμετώπισε τις συνέπειες.
Το 1899 το tango διαδόθηκε ακόμα περισσότερο στο ευρύτερο κοινό αφού εισήλθε στο θέατρο, στις σκηνές, στα τσίρκα, στις χορευτικές αίθουσες και στα καμπαρέ. Μετά από αυτή την εξέλιξη, το αρχικό «canyengue tango» μεταμορφώθηκε και έγινε πιο «αξιοπρεπές», εξαλείφτηκαν πλήρως τα «cortes y quebradas» και τα πιο έντονα σεξουαλικά στοιχεία της πρακτικής του, γεννώντας το «tango salon», επίσης γνωστό ως "tango de pista" ή "liso".Οι περισσότεροι από τους προγόνους της μουσικής του tango αναγνωρίστηκαν επίσης ως σπουδαίοι χορευτές. Ένας από αυτούς ήταν ο Angel Villodo. Ο Ángel Villoldo (1861-1919) θεωρείται από πολλούς o πατέρας του tango ("El Padre del Tango") και είναι ομόφωνα ο πιο αντιπροσωπευτικός καλλιτέχνης της παλαιάς φρουράς (Guardia Vieja). Λίγα είναι γνωστά για την παιδική του ηλικία και οι πληροφορίες για τη εφηβία του είναι πολλές φορές αντιφατικές. Από μια συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα "La Razón" το 1917, γνωρίζουμε ότι δούλευε ως βοηθός σε ομάδα που χρησιμοποιούσε άλογα για διάφορες εργασίες στην "La Calle Larga" (η σημερινή Montes de Oca) τη στιγμή που παράλληλα του άρεσε να τραγουδάει και να παίζει μουσική με κιθάρα και φυσαρμόνικα. Μεταξύ 1879 και 1886 ήταν τυπογράφος στην εφημερίδα La Nación και στο τυπογραφείο ‘Jacobo Peuser’ ενώ παράλληλα ήταν ηγέτης της χορωδίας καρναβαλιού "Los Nenes de Mamá Viuda". Ήταν επίσης βοσκός σε δύο σφαγεία του Buenos Aires και κλόουν στο "Raffeto" τσίρκο. Γύρω στο 1900 άρχισε να είναι γνωστός ως συνθέτης και τραγουδιστής στο "Corrales Viejos" (Parque Patricios), Barracas, La Boca, Constitución, San Telmo, Palermο και Recoleta για τους εορτασμούς της παρθένου Μαρίας το Σεπτέμβριο. Σε αυτές τις γιορτές, μεγάλες σκηνές δημιουργόντουσαν και λειτουργούσαν για αρκετές μέρες. Άρχισαν σε αυτές να συχνάζουν κακοποιοί και επικίνδυνοι άνθρωποι οπότε ο αρχικός τους εορταστικός χαρακτήρας αντικαταστάθηκε με έναν άλλον, λιγότερο οικογενειακό, που περιείχε αλκοόλ, χορό και μάχες με μαχαίρια. Σε αυτές τις συγκεντρώσεις, στις οποίες η ζωή ενός ανθρώπου δεν είχε καμιά αξία, όλοι σεβόντουσαν τον Angel Villodo, ο οποίος έπαιζε εκεί τα πρώτα του tango. Το tango βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη και δεν είχε ακόμη διαμορφώσει καθοριστικό σχήμα. Τα πρώτα έργα του Villoldo ήταν milongas του στυλ payador (τραγουδιόντουσαν και παίζονταν με κιθάρα) που περιέγραφαν τους χαρακτήρες και τα τρέχοντα γεγονότα των τόπων που συχνάζουν. Αυτά τα πρώτα τραγούδια είναι πολύτιμες μαρτυρίες αυτών των χρόνων και των ανθρώπων τους. Οι στίχοι του Villoldo είναι χαρούμενοι και νευρικά ομιλητικοί αλλά ποτέ κακόφημοι. Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του είναι αξιόπιστοι άνθρωποι (όπως και ο δημιουργός τους) που χρησιμοποιούν το μαχαίρι όχι για να προκαλέσουν κακό αλλά για να υπερασπιστούν την τιμή.
Η καριέρα του εκτοξεύτηκε το 1903 όταν η τραγουδίστρια Dorita Miramar τραγούδησε το "El Porteñito" στο ‘Parisiana’ της οδού Esmeralda, επιτυγχάνοντας μεγάλη επιτυχία. Η Pepita Avellaneda είχε ήδη τραγουδήσει αρκετές από τις συνθέσεις του ένα χρόνο νωρίτερα στην οδό Mayo (Avenida de Mayo). Σύντομα και άλλες τραγουδίστριες συμπεριέλαβαν τα τραγούδια του στο ρεπερτόριό τους. Την ίδια χρονιά, το 1903, ο José Luis Roncallo έκανε πρεμιέρα με το "El Choclo" στο εστιατόριο "El Americano", χαρακτηρίζοντάς το ως "χορός criollo", καθώς το μαγαζί απέφευγε να συμπεριλάβει tango στο πρόγραμμα του. Αργότερα καταγράφτηκε το 1905. Περίπου εκείνα τα χρόνια ήταν που απαγορεύτηκε να παίζεται το "El esquinazo", μία άλλη από τις συνθέσεις του, στο μαγαζί "Lo de Hansen". Οι φήμες λένε ότι το κοινό, συνοδεύοντας το τραγούδι, χτυπούσε τα ποτήρια στα τραπέζια, σπάζοντάς τα και αυτό ήταν ιδιαίτερο ακριβό για την επιχείρηση. Το 1907 στάλθηκε από το πολυκατάστημα Gath y Chaves, το πιο επιτυχημένο του Buenos Aires εκείνη την εποχή, για να ηχογραφήσει μερικά από τα πρώτα tangos (καθώς και άλλες Αργεντίνικες μουσικές) στο Παρίσι με τους Alfredo Eusebio και Flora Gobbi (γονείς του μεγάλου συνθέτη και διευθυντή ορχήστρας Alfredo Gobbi). Οι ηχογραφήσεις των τραγουδιών του Villoldo, που ήταν ήδη αγαπητά από το κοινό, πολλαπλασίασαν ακόμα περισσότερο την επιτυχία του.
Αφήνοντας τις ιστορίες του Villoldo, γυρίζουμε στο 1877 όπου ο Edison εφηύρε τον φωνογράφο. Η ποιότητα του ήχου στο φωνογράφο ήταν κακή και κάθε ηχογράφηση κρατούσε για μία μόνο αναπαραγωγή. Τον φωνογράφο του Edison ακολούθησε το γραμμόφωνο του Alexander Graham Bell. Μπορούσε να παίξει πολλές φορές, ωστόσο, κάθε κύλινδρος έπρεπε να καταγραφεί ξεχωριστά καθιστώντας την μαζική αναπαραγωγή της ίδιας μουσικής αδύνατη με το γραμμόφωνο. Στις 8 Νοεμβρίου 1887, ο Emile Berliner, Γερμανός μετανάστης που ζούσε στη Ουάσινγκτον, κατοχύρωσε ένα επιτυχημένο σύστημα ηχογράφησης. Η Berliner ήταν ο πρώτος εφευρέτης που σταμάτησε την εγγραφή σε κυλίνδρους και άρχισε να καταγράφει μουσική σε επίπεδους δίσκους. Οι πρώτοι δίσκοι έγιναν από γυαλί, αργότερα από ψευδάργυρο και τελικά από πλαστικό. Ένα σπειροειδές αυλάκι με πληροφορίες ήχου χαραζόταν στο επίπεδο δίσκο. Ο δίσκος περιστρεφόταν στο γραμμόφωνο, ενώ μια βελόνα στερεωμένη στον βραχίονα του γραμμόφωνου διάβαζε τις αυλακώσεις του δίσκου μέσω δόνησης και μετέδιδε τις πληροφορίες στο ηχείο. Οι δίσκοι του Berliner ήταν οι πρώτες ηχογραφήσεις που μπορούσαν να παραχθούν μαζικά καθώς με την δημιουργία κύριων καταγραφών σε καλούπια, οι δισκογραφικές εταιρίες μπορούσαν να παράγουν εκατοντάδες αντίτυπα. Αυτές οι εφευρέσεις, που έλαβαν χώρα τη στιγμή που το tango γινόταν όλο και πιο δημοφιλές, είναι ζωτικής σημασίας για την ιστορία του. Ο Villoldo, που ήταν στο Παρίσι, προσχώρησε στον Σύνδεσμο Συγγραφέων και Συνθετών της Γαλλίας, μέσα από τον οποίο στη συνέχεια δημιούργησε το 1908 στο Buenos Aires τον «La Sociedad del Pequeño Derecho», πρόδρομο του «SADAIC», που δημιουργήθηκε μεταξύ άλλων από τους Francisco Canaro, Osvaldo Fresedo, Augusto Berto, Agustín Bardi, Enrique Santos Discépolo και Francisco García Jiménez. Αυτό το ίδρυμα και το προηγούμενο του, "Círculo Argentino de Autores Compositores de Música", και "Asociación de Autres y Compositers de Música", διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία του tango και την ύπαρξή του, δεδομένου ότι οι συγγραφείς και οι μουσικοί του tango ήταν σε θέση να ζήσουν χάρη σε αυτό.
Επιστρέφοντας στο Buenos Aires, το 1908, βρίσκουμε τον Villoldo να παίζει στη γειτονιά La Boca, στο "Café Concert" των οδών Suarez και Necochea, την στιγμή που σε διαφορετικά μέρη έπαιζαν και οι: Canaro, Greco και Firpo μεταξύ άλλων. Ο Villoldo εκτελούσε σόλο παραστάσεις, παίζοντας κιθάρα, φυσαρμόνικα (προσκολλημένη στο σώμα του με τον τρόπο του Bob Dylan), τραγουδώντας, χορεύοντας και εξιστορώντας κωμικές ιστορίες. Από εκείνο το έτος είναι η μιλόνγκα του "Matufias, o el Arte de Vivir", η οποία θεωρείται πρόδρομος της "Cambalache" του Discépolo. Ο Villoldo ήταν επίσης δημοσιογράφος και έγραφε έργα. Το 1913 έγραψε τους στίχους για το "El 13". Αυτή θα είναι και η τελευταία του μεγάλη επιτυχία. Το Tango αλλάζει και η ‘Παλαιά Φρουρά’ δίνει τη θέση της στη ‘Νέα Φρουρά’ (ή αλλιώς πρώιμη Χρυσή Περίοδος) όπου θα κυριαρχήσουν τα tango που τραγουδούσε ο Carlos Gardel με τους στίχους του Contursi. Το 1917 το ντουέτο Gardel-Razzano έκανε την πρώτη τους ηχογράφηση με το τραγούδι του Villoldo "Cantar eterno". Ήταν η μαγεία του tango που συνέδεσε τις δύο εποχές.