Το ημερολόγιο έγραφε 11 Δεκεμβρίου του 1890 όταν γεννήθηκε ο Charles Romuald Gardés ή Carlos Gardel, ο θρυλικότερος τραγουδιστής του tango και μία από τις εμβληματικότερες φυσιογνωμίες της ιστορίας της Αργεντινής. Ο Carlos Gardel θεωρείται σύμβολο μιας νοσταλγικής εποχής και η αξεπέραστη αγάπη και αποδοχή που είχε σε παγκόσμιο επίπεδο μνημονεύεται ακόμα και σήμερα.
Ο Gardel ήταν γιός της Berta Gardés αλλά αγνώστου πατρός. Κάποιες θεωρίες λένε ότι ο πατέρας του ονομαζόταν Paul Lasserre. Η χώρα γεννήσεως του παραμένει μυστήριο καθώς υπάρχουν διαφορετικές θεωρίες σχετικά με τον τόπο προελεύσεως του. Μία θεωρία υποστηρίζει ότι ο Gardel γεννήθηκε στην πόλη Βάγε Εδέν, της επαρχίας Tacuarembó της Ουρουγουάης, αλλά δεν υπάρχουν επίσημα αποδεικτικά στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν αυτό. Η επικρατέστερη θεωρία είναι ότι γεννήθηκε στην πόλη Τουλούζη της Γαλλίας. Την θεωρία αυτή στηρίζουν ένα πιστοποιητικό γέννησης που έχει στην κατοχή του ο Πορτορικανός Γκίλμπερτ Μάμερι (ειδικός ιστορικός σε θέματα Gardel) και η διαθήκη του ίδιου του Gardel στην οποία επιβεβαιώνει ότι γεννήθηκε στη Τουλούζη. Παρόλα αυτά όταν ο Gardel είχε ρωτηθεί για την εθνικότητα του σε μια συνέντευξη είχε πει: «Γεννήθηκα στο Μπουένος Άιρες, στην Αργεντινή, στην ηλικία των δυόμισι χρόνων». Πράγματι το 1893 ο μικρός Carlos και η μητέρα του μετακόμισαν στο Buenos Aires της Αργεντινής αναζητώντας ένα καλύτερο μελλον. Ο «Καρλίτος», ή «Βασιλιάς του Tango» ή «Μάγος» (El Mago) όπως ήταν τα παρατσούκλια του, είχε περιορισμένη μόρφωση καθώς κατάφερε να φτάσει μόνο μέχρι την δεύτερη τάξη του γυμνασίου (σε ηλικία 16 ετών). Στην συνέχεια η μόρφωση του συνεχίστηκε από τον μέντορα του José Betinotti o οποίος ήταν ο πρώτος που κατάλαβε την κλίση του Gardel στην μουσική. O έφηβος πλέον Gardel, με την ενθάρρυνση του Betinotti, ανακοινώνει στην μητέρα του ότι το μέλλον του είναι στην μουσική γεγονός που την φέρνει αντίθετη με την απόφαση του αυτή. Ο Gardel όμως είναι αποφασισμένος. Το 1910, σε ηλικία 20 ετών, αλλάζει το επώνυμο του σε Gardel και ξεκινάει να τραγουδάει στο Café O'Rondemann των αδερφών Traverso. Το όμορφο παρουσιαστικό του και η μελωδική βαρύτονη φωνή του, του προσδίδουν αρκετή δημοσιότητα καθώς και το παρατσούκλι «El morocho del Abasto» (το μελαχρινό παιδί από το Abasto). To 1911 o Gardel θα γνωρίσει τον José Razzano, έναν τραγουδιστή από το Café El Pelado που βρισκόταν στην γειτονιά της Balvanera. Τον Gardel και τον Razzano θα τους ενώσει μια βαθιά φιλία και μια επιτυχημένη συνεργασία στα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
(O Carlos Gardel με τον José Razzano)
Το 1913 το δίδυμο Gardel – Razzano ξεκινάει να παίζει μουσική στο δημοφιλές καμπαρέ Armenoville υπό την επωνυμία «Dúo Nacional Gardel-Razzano». Επίσης τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς ο πρώτος δίσκος του Gardel είναι γεγονός. Πιο αναλυτικά ο δίσκος ήταν διπλής εγγραφής (και από τις δύο μεριές) και περιείχε τα κομμάτια: - La mañanita / Me dejaste, - Mi madre / Es en vano, - Pobre flor / La mariposa και - El almohadón / Brisas de la tarde. Έναν χρόνο αργότερα το γνωστό δίδυμο έπαιξε στο Εθνικό θέατρο του Buenos Aires καθώς και σε άλλα θέατρα στην περιφέρεια ενώ την επόμενη χρονιά (1915) έκαναν και μία σύντομη περιοδεία στην Ουρουγουάη και Βραζιλία. Στην Βραζιλία μάλιστα ήταν εκεί που ο Gardel συνάντησε το είδωλο του, Enrico Caruso, o οποίος συμβούλεψε τον Gardel να παραμείνει πάντα ο εαυτός του και να μην προσπαθήσει να αλλάξει τον τρόπο που τραγουδάει για να κερδίσει μία ή δυο οκτάβες παραπάνω. Η φωνή του Gardel ήταν καθαρή και η μουσικότητα του εντυπωσιακή και έτσι δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιεί διάφορα τρικ που θα του έφερναν προσωρινή επιτυχία. Μελετώντας την εξέλιξη του Gardel συμπεραίνουμε ότι αυτή η συμβουλή του Caruso συνόδευε πάντα τον Gardel και λειτούργησε ευεργετικά στην τεράστια καριέρα του. Το 1917 είναι χρονιά σταθμός για τον Gardel. Μέχρι εκείνη την χρονιά ο Gardel τραγουδούσε Αργεντίνικη Folklore μουσική όπως η Zamba, Chacarera και Queca Tonada. Μία νύχτα στο θέατρο Empire, ο Gardel αποφάσισε να τραγουδήσει ένα tango με όνομα “Mi Noche Triste” σε σύνθεση και στίχους των Samuel Castriota και Pascual Contursi. Το τραγούδι αυτό έγινε άμεσα επιτυχία σε όλη την Λατινική Αμερική και κατάφερε να πουλήσει 100.000 δίσκους. Το κομμάτι “Mi Noche Triste” είναι υψίστης σημασίας καθώς αντιπροσωπεύει ένα νέο τραγουδιστικό στυλ (tango-cancion), εφευρέτης του οποίου δεν ήταν άλλος φυσικά από τον Gardel. Αναλυτικότερα το tango-cancion ήταν συνθέσεις λυρικής μουσικής οι στίχοι της οποίας ανταποκρίνονταν στα ρυθμικά καθώς και στα συναισθηματικά χαρακτηριστικά της μουσικής και του χορού του tango. Από τότε ο Gardel ξεκίνησε να βάζει αρκετά tango στο ρεπερτόριο του. Τα επόμενα χρόνια ο Gardel με τον καλό του φίλο Razzano περιοδεύουν στη Χιλή, στο Μοντεβιδέο, στην Βραζιλία καθώς και την Ισπανία και μεγαλώνουν την φήμη τους. Βρισκόμαστε στο 1924 και συναντάμε τον Gardel να τραγουδάει για λογαριασμό του ενός ραδιοφωνικού σόου του ραδιοφωνικού σταθμού Low Gran Splendid του Buenos Aires. Η ολοένα και αυξανόμενη φήμη του, του επιτρέπει να ηχογραφεί συνεχώς καινούργιους δίσκους ενώ για ένα χρονικό διάστημα τραγουδάει και στην ορχήστρα του Francisco Canaro. Μέχρι αυτό το σημείο υπολογίζεται ότι είχε ηχογραφήσει 514 tango.
Ένα χρόνο αργότερα (1925) έρχονται τίτλοι τέλους για το δημοφιλές δίδυμο. Την εποχή εκείνη ο Razzano είχε διαγνωστεί με μια ασθένεια στο λαιμό και ήταν πολύ επικίνδυνο για αυτόν να συνεχίσει να τραγουδάει. Φυσικά συνέχισε να συνοδεύει τον καλό του φίλο σαν μάνατζερ του. Ο Gardel συνέχισε τις επιτυχημένες περιοδείες στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Ισπανία παρέα με την ορχήστρα “Compania Rivera-De Rosas”. To 1928 o Gardel θα κάνει το ντεμπούτο του στο Παρίσι συμμετέχοντας σε μια παράσταση στο θέατρο Femina που βρισκόταν στην λεωφόρο Champs Elysees. Οι ερμηνείες του ήταν εκπληκτικές και εκτόξευσαν τη φήμη του Gardel όχι μόνο στην Γαλλία αλλά και σε όλο το παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός πως πούλησε 70.000 δίσκους μόνο στους τρείς πρώτους μήνες της διαμονής του στο Παρίσι. Ο Gardel φυσικά δεν επαναπαύεται και έτσι συνεχίζει τις sold out περιοδείες του σε Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία. Το 1931 συμμετείχε στην ταινία Luces de Buenos Aires που επέφερε στον Gardel ακόμα μεγαλύτερη φήμη και εδραίωση του ονόματος του σε διεθνές επίπεδο. Σειρά έχουν το Λονδίνο, η Βιέννη, το Βερολίνο και η Μπαρτσελόνα για να απολαύσουν τον Gardel. Εκείνη την περίοδο μάλιστα ήταν που ο δημοφιλής τραγουδιστής γνώρισε τον επίσης δημοφιλή ηθοποιό Charlie Chaplin. Το 1933 ήταν μια ακόμα σημαντική στιγμή στην καριέρα του Gardel καθώς πήρε μέρος στις επιτυχημένες παραγωγές “Esperame”, “La Casa es Seria” και “Melodia de Arrabal”, όλες γυρισμένες στο Παρίσι. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε πίσω στο Buenos Aires και εκεί ηχογράφησε το tango “Madame Ivonne” που θεωρείται και το τελευταίο του όσο βρισκόταν στην Αργεντινή. Έπειτα από μερικές στάσεις σε Μπαρτσελόνα και Παρίσι, ο Gardel καταλήγει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής όπου τραγουδάει στο δημοφιλέστερο ραδιόφωνο του κόσμου, το NBC Radio.
Το 1934 – 1935 πρωταγωνιστεί στις ταινίες “Cuesta Abajo”, “El Tango en Broadway”, και στα μιούσικαλ “Cazadores de Estrellas”, “El Dia Que Me Quieras” και “Tango Bar”. Οι ταινίες αυτές μυθοποίησαν τον Αργεντίνο τραγουδιστή που δεν έχανε ευκαιρία να διαφημίζει το tango με την βελούδινη φωνή του. Τη χρονική περίοδο εκείνη έγραψε την μουσική για το αριστουργηματικό tango “Mi Buenos Aires querido”. Η μεγαλύτερη του όμως επιτυχία θα έρθει μια χρονιά αργότερα (1935) και δεν είναι άλλη φυσικά από το “Por Una Cabeza”. Ένα θρυλικό tango του οποίου η μουσική ήταν του Gardel και οι στίχοι από τον δημοσιογράφο και στιχουργό Alfredo Le Pera. Με τον Le Pera o Gardel ήταν στενός φίλος και συνεργάτης. Η 24η Ιουνίου του 1935 θεωρείται μαύρη ημέρα για το tango και την Αργεντινή γενικότερα. Ήταν η μέρα που ένα δυστύχημα έκοψε το νήμα της ζωής του αγαπημένου τραγουδιστή. Το αεροπλάνο στο οποίο μετέβαινε ο Gardel έπεσε στο Μεδεγίν της Κολομβίας. Ανάμεσα στους νεκρούς βρισκόταν ο καλός φιλός του Gardel, Alfredo Le Pera, η ορχήστρα του και ο δικός μας Γιώργος Χατζιδάκις, πατέρας του εκπληκτικού Μάνου Χατζιδάκη. Ο ξαφνικός και άδικος θάνατος του «βασιλιά του tango» προκάλεσε τεράστια θλίψη σε όλο τον κόσμο. Οι θαυμαστές του θρηνούσαν για μέρες τον θάνατο του και χιλιάδες κόσμος ακολουθούσε την σωρό του που ξεκίνησε από την Κολομβία και έφτασε στο Μοντεβιδέο με ενδιάμεσες στάσεις το Ριο ντε Τζανεϊρο και τη Νέα Υόρκη. Μετά από δύο ημέρες λαϊκού προσκυνήματος η σορός του άτυχου τραγουδιστή μεταφέρθηκε στο κοιμητήριο La Chacarita του Buenos Aires.
(Άγαλμα του Κάρλος Γαρδέλ έξω από την αγορά Abasto στο Buenos Aires, κοντά όπου μεγάλωσε.)
O «Carlitos» πέρασε στην αθανασία και το όνομα του γράφτηκε με χρυσά γράμματα στην ιστορία του tango. Δεν ήταν ένας απλός τραγουδιστής, αλλά η ίδια φωνή του tango. Ήταν ο άνθρωπος που με το πάθος του για το tango κατάφερε να το διαδώσει σε εκατομμύρια ανθρώπους και να το μετατρέψει από έναν χορό σε κάτι πολύ ανώτερο. Σε ένα σύμβολο πάθους και ερωτισμού. Ακόμα και σήμερα εκατοντάδες άνθρωποι περνάνε να αφήσουν ένα λουλούδι μπροστά από το άγαλμα που υπάρχει δίπλα στον τάφο του. Η δισκογραφία του Gardel αποτιμάται σε περίπου 1500 ηχογραφήσεις. Από αυτές, οι 971 είναι γνωστές. Οι μεγαλύτερες επιτυχίες του είναι τα tango: “Por una cabeza”, “Mi Buenos Aires querido”, “Volver”, “Amores de estudiante”, “El dia que me quieras”, και “Mano a Mano”.
Πηγές: (https://www.sansimera.gr/biographies/393), (http://www.verytangostore.com/legends/carlos-gardel.html), (http://www.tar.gr/content/content.php?id=5663), (https://el.wikipedia.org/wiki/Κάρλος_Γαρδέλ).