Ο πρώτος καθιερωμένος μουσικός σχηματισμός για την ερμηνεία της μουσικής του tango ήταν το ‘τρίο’, ενσωματωμένο από άρπα ή κιθάρα, φλάουτο ή κλαρινέτο και βιολί. Αυτά τα τρίο δεν έκαναν ηχογραφήσεις, αλλά μπορούμε να είμαστε αρκετά σίγουροι, σύμφωνα με μαρτυρίες, ότι έπαιζαν έναν πιο γρήγορο και πιο «στακάτο» ρυθμό, ο οποίος επιβραδύνθηκε και διαμορφώθηκε σε έναν πιο «μελωδικό (legato)» ήχο με την άφιξη του bandoneon. Στις αρχές του 1900, η λέξη «tango» εξακολουθούσε να θεωρείται ακατάλληλη. Για παράδειγμα, όταν ο José Luis Roncallo παρουσίασε για πρώτη φορά το «El choclo» στο εστιατόριο El Americano, το 1903, το παρουσίασε ως «danzacriolla» (χορός των Criollos).
Το 1910, η Casa Tagini, αντιπροσωπεία της δισκογραφικής εταιρείας Columbia Records, παρήγαγε τις πρώτες ηχογραφήσεις ενός μουσικού σχήματος που ήταν αφιερωμένο αποκλειστικά στο παίξιμο tango. Σε ανάγκη αντιστοίχισης μιας κατάλληλης ετικέτας για αυτόν τον σχηματισμό, γεννήθηκε ο όρος «Ορχήστρα Típica Criolla». Ως δημιουργοί του παραπάνω όρου θεωρούνται ο Vicente Greco (1888 – 1924) που ήταν μαέστρος και μπαντονεονίστας και ο Francisco Canaro (1888 – 1964) που ήταν επίσης μαέστρος και βιολιστής.
Vicente Greco, ο μέντορας
Και ο Greco με τον Canaro ξεκίνησαν να παίζουν μουσική σε σχήματα τρίο και μετέπειτα οι ορχήστρες τους συνδέθηκαν με την ερμηνεία της μουσικής tango. Ενδιαφέρον πληροφορία είναι ότι ήταν γείτονες των παρακείμενων conventillos (= συγκρότημα σπιτιών/πολυκατοικίες με πολλά μικρά διαμερίσματα) της γειτονιάς «candombero» των οδών Sarandí 1356 και 1358 αντίστοιχα. Οι οικογένειές τους ήταν πολύ φτωχές και έπρεπε να δουλέψουν από την παιδική τους ηλικία πουλώντας εφημερίδες στους δρόμους του Μπουένος Άιρες. Οι γονείς του Vicente, Genaro και Victoria ήταν από την Ιταλία και ο πατέρας του έπαιζε μαντολίνο. Τα αδέρφια του έπαιζαν επίσης μουσική και ήταν παθιασμένοι μαθητές της μουσικής.
O Vicente ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Garrote» (σύλλογος/λέσχη). Φήμες λένε ότι κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού με χαρτιά, τα οποία ο Δον Genaro διοργάνωνε για ψυχαγωγία, ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια του Vicente, ο Fernando, χτύπησε με νοκ-άουτ έναν από τους παίκτες. Ο λόγος είναι οτι πιθανώς αντιλήφθηκε μια απάτη στο παιχνίδι με τα χαρτιά ή επειδή αυτός ο άντρας είπε κάτι κακό στον πατέρα του. Από εκείνη τη στιγμή ο Fernando πήρε αυτό το παρατσούκλι και ο Vicente ήταν αρχικά γνωστός ως «ο αδελφός του Garrote». Καθώς όμως η φήμη του Vicente μεγάλωνε, οι άνθρωποι άρχισαν να τον αποκαλούν απλώς "Garrote". Ο Vicente άρχισε να παίζει φλάουτο και μετέπειτα κιθάρα, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησε να τραγουδάει. Είχε ταλέντο στη μουσική και δούλευε σκληρά μελετώντας πάντα με πάθος. Επιπλέον ήταν αυτοδίδακτος και έκανε κάθε όργανο που έπαιζε να ακούγεται με ένα προσωπικό του στυλ. Πολλές από τις σπουδαίες του συνθέσεις τις έγραψε σε κοντσερτίνα, bandoneon αλλά και αρμόνιο. Φιλοδοξούσε επίσης να έχει πρόσβαση σε μια ολοκληρωμένη κουλτούρα και αγάπησε βαθιά τη λογοτεχνία και το θέατρο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι έμαθε να διαβάζει και να γράφει ρωτώντας τους ανθρώπους στο δρόμο την ώρα που δούλευε πουλώντας εφημερίδες.
(Ο Vicente Greco)
Ο διάσημος μαέστρος Julio De Caro κάποτε είπε (για τον Vicente) ότι «Μια μέρα, τυχαία, ανακάλυψε ένα κουτί πάνω από την ντουλάπα των γονιών του. Στο άνοιγμα του, έμεινε έκπληκτος από το άγνωστο αυτό όργανο. Ρώτησε τη μητέρα του για το τι πρόκειται και εκείνη απάντησε: “Είναι μια κοντσερτίνα που μας έδωσε ένας οικογενειακός φίλος”. Ο Vicente άρχισε να εξασκείται με το όργανο αυτό και σε ένα μήνα μπόρεσε να παίξει ένα βαλς Waldteufeld, μια πόλκα και... Tango! Μελετούσε μέρα και νύχτα χωρίς διάλειμμα».
Μια άλλη εκδοχή του τρόπου με τον οποίο ο Vicente απέκτησε αυτή τη κοντσερτίνα λέει ότι μια ομάδα νεαρών αγοριών έπαιζε ένα τραγούδι για μια όμορφη κοπέλα σε ένα κοντινό conventillo. Όταν όμως, αντί για το κορίτσι, εμφανίστηκε ένας αστυνομικός στο άνοιγμα της πόρτας του conventillo, η ομάδα των αγοριών τράπηκε σε φυγή, αφήνοντας πίσω της την κοντσερτίνα. Δεδομένου ότι κανείς δεν επέστρεψε για να την ανακτήσει, δόθηκε στον Vicente, για να κάνει καλή χρήση του ταλέντο του. Τέλος υπάρχει και μια άλλη εκδοχή της ιστορίας που συνδέει τα δύο προηγούμενα σενάρια. Σύμφωνα με αυτή, η κοντσερτίνα που παράτησε η παρέα με τα νεαρά αγόρια, ανακτήθηκε από τους γονείς του Vicente και τοποθετήθηκε πάνω στην ντουλάπα, όπου και τελικά ανακαλύφθηκε.
O μικρός Vicente μυήθηκε στα μυστικά του bandoneon από τον Sebastián Ramos Mejía, ή αλλιώς "El Pardo", ο οποίος εργαζόταν ως φύλακας του τραμ. Αναφερόμαστε ξανά σε δηλώσεις του Julio De Caro ο οποίος είπε για τον Greco: «Αφού άκουσε (ο Ramos Mejía ) τον Greco να παίζει κοντσερτίνα, έκπληκτος, συμβούλεψε τους γονείς του να του αγοράσουν ένα αληθινό bandoneon. Η οικογένεια και οι φίλοι του μετά από μακρά αναζήτηση, καθώς ήταν ελάχιστα αυτά τα όργανα στο Μπουένος Άιρες, βρήκαν το πολυαναμενόμενο bandoneon και το έδωσαν στο 14χρονο παιδί-θαύμα. Ο Vicente σύντομα κυριάρχησε στο νέο του αυτό όργανο».
Θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος επαγγελματίας παίκτης bandoneon καθώς, ενώ υπήρχαν και άλλοι που έπαιζαν πριν από αυτόν (συνήθως σε σπίτια ή σε οικογενειακά πάρτι), ο Greco ήταν ο πρώτος που ανέλαβε το καθήκον να καθιερώσει το bandoneon στους δρόμους. Τα βράδια, ο Vicente εξασκούσε το όργανό του στην είσοδο του «conventillo» όπου διέμενε. Φημολογείται ότι ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού του (για καθαρό αέρα), οι άνθρωποι που περνούσαν απ’ έξω προσελκύονταν από τους μαγευτικούς ήχους αυτού του μυστηριώδους οργάνου και σταματούσαν να ακούσουν. Νύχτα με τη νύχτα το πλήθος μεγάλωνε.
Η επαγγελματική του πρεμιέρα έγινε το 1906 στο "Salón Sur" (Οδοί Pozos και Cochabamba), με ένα τρίο που, εκτός από το ίδιον στο bandoneon, αποτελούταν από ένα βιολί και μία κιθάρα. Στην συνέχεια ξεκίνησε μια ετήσια περιοδεία στους κερδοφόρους οίκους ανοχής των πόλεων της επαρχίας του Μπουένος Άιρες και στο Ροζάριο. Η κίνηση του αυτή ήταν εξαιρετική, διότι σαν μουσικός του tango είχε την ευκαιρία να βγάλει χρήματα και να αποκτήσει εμπειρία και κύρος. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιοδείας, ο Vicente υπέστη δυστυχώς ένα σοβαρό ατύχημα, το οποίο αργότερα θα αποτελέσει την αιτία του πρόωρου θανάτου του. Αναφέρεται ότι η σκηνή κατά την διάρκεια της παράστασή του κατέρρευσε (κάποιοι ισχυρίζονται ότι προκλήθηκε μετά από έναν βίαιο καυγά των πελατών του μαγαζιού), προκαλώντας έτσι ζημιά στα νεφρά του. Ο Greco παρόλα αυτά πρόλαβε να συνδεθεί με μερικούς από τους πιο διάσημους μουσικούς tango της εποχής, οι οποίοι τον επηρέασαν βελτιώνοντας την τεχνική του και τον τρόπο που διεύθυνε τα μουσικά σχήματά του. Αφού συνήλθε από το ατύχημα, επέστρεψε στις εμφανίσεις του στα μαγαζιά της γειτονιάς La Boca, με τον αδερφό του Ángel Greco στην κιθάρα και τον Ricardo Gaudenzio (συγγραφέα του tango «El chupete») στο βιολί. Αργότερα συνέχισε να παίζει για τρία χρόνια στα πιο δημοφιλή μαγαζιά της περιοχής, γνωστά ως «Suárez» και «Necochea» με μεγάλη επιτυχία. Εκεί έκανε πρεμιέρα μερικές από τις συνθέσεις του, στις οποίες όμως δεν είχε δώσει τίτλο ακόμα.
Στη συνέχεια προσλήφθηκε από τον "El Pardo Santillán", έναν διάσημο milonguero, για να παίξει στο κέντρο της πόλης, στο μαγαζί "San Martín" ή αλλιώς "Rodriguez Peña" όπως ήταν γνωστό στους χορευτές, λόγω του δρόμου στο οποίο βρισκόταν. Εκεί ο Greco έπαιζε με την μορφή ενός κουαρτέτου το οποίο αποτελούταν από ένα bandoneon, ένα πιάνο και δύο βιολιά. Αυτό το σχήμα ήταν τόσο επιτυχημένο, που σύντομα ο χώρος του μαγαζιού θεωρούταν πολύ μικρός για τα πλήθη που μάζευε. Στην αίθουσα αυτή συμμετείχαν οι καλύτεροι χορευτές της εποχής, όπως ο προαναφερθές Pardo, ο El Vasquito, ο Casimiro Aín, ο "La Parda" Loreto και η "La Chata" (ή María Angélica), στην οποία ο Vicente αφιέρωσε το ομώνυμο tango. Οι παραστάσεις του Greco σε αυτόν τον χώρο συνέβαλαν πολύ στην αποδοχή του tango στο κέντρο του Μπουένος Άιρες. Ο Vicente εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στους θαυμαστές του συνθέτοντας το θρυλικό κομμάτι "Rodriguez Peña".
Orquesta Tipica: Η γέννηση
Βρισκόμαστε στο έτος 1910 όπου ο Greco προσλαμβάνεται στο "El Estribo" στην οδό Entre Rios 763. Στο μουσικό σχήμα συμμετέχει ο Juan Lorenzo Labissier (μαθητής του Greco) ως δεύτερο bandoneon, ο εκπληκτικός πιανίστας Agustín Bardi, ο "Palito" Abate, ο "El Tano" Vicente Pecci στο φλάουτο και τέλος ο ίδιος ο Francisco Canaro στο βιολί. Για άλλη μια φορά το μέγεθος της επιτυχίας είναι τεράστιο. Υπάρχουν μάλιστα αναφορές ότι η αστυνομία αναγκαζόταν να κλείνει την οδό Entre Rios λόγω του πλήθους κόσμου που συνωστιζόταν μπροστά από το μαγαζί για να ακούσει τον Greco. Στο μέρος αυτό σύχναζαν επίσης διάσημοι payadores(= μουσικοί που έπαιζαν κιθάρα και τραγουδούσαν ταυτόχρονα) της εποχής, όπως ο José Betinoti και το ιστορικό ντουέτο των Carlos Gardel και José Razzano. Ο Vicente συνέθεσε το tango «El Estribo» το οποίο είναι αφιερωμένο στον Mario Scolpini, ιδιοκτήτη του χώρου. Επιπρόσθετα, υπάρχουν πληροφορίες ότι ο Vicente έπαιζε μουσική επίσης στα μαγαζιά "Lo de Laura" και "Lo de María La Vasca" εκείνη την χρονική περίοδο.
Το 1910 δεν θεωρείται μια εκπληκτική χρονιά μόνο για τον Vicente Greco αλλά και για την ιστορία του tango γενικότερα. Συγκεκριμένα αυτή είναι η εποχή που η εκκολαπτόμενη φωνογραφική βιομηχανία της Αργεντινής, με επικεφαλής την εταιρεία Casa Tagini, αποφασίζει να προσλάβει τον Greco για να κάνει τις πρώτες ηχογραφήσεις tango με ένα μουσικό σχήμα αποκλειστικά αφιερωμένο για αυτό το σκοπό. Αρχικά οι χορηγοί αυτής της ηχογράφησης δεν είχαν πειστεί ακόμη για το πιάνο ως όργανο που ανήκε στη μουσική του tango, και γι' αυτόν τον λόγο επιλέχθηκε ο Ángel Greco να παίξει κιθάρα αντί για τον Agustín Bardi στο πιάνο. Υπάρχουν επίσης κάποιες αμφιβολίες για το ποιος έπαιζε βιολί, σχετικά με τον Canaro και τον Abate. Στην τυπωμένη ετικέτα του δίσκου έγραφε: «Vicente Greco y su orquesta típica criolla con bandoneón» (Ο Vicente Greco με την ορχήστρα típica criolla του μαζί με bandoneon). Η πρώτη ηχογράφηση ήταν το κομμάτι "Rosendo".
Ο Greco αν και δεν θεωρείται αποκλειστικός πατέρας της ορχήστρας típica, παρόλα αυτά επινόησε το όνομά της και συνέβαλε με τον διπλασιασμό των bandoneon και των βιολιών. H ενέργεια αυτή, που μαζί με την αντικατάσταση του φλάουτου από το μπάσο (που έγινε από τον Francisco Canaro) και την οριστική αποδοχή του πιάνου αντί για κιθάρα (έργο του Roberto Firpo) θα οδηγήσει στο σχηματισμό του “SextetoTípico” (Σεστέτο Típico), του πυρήνα της Ορχήστρας Típica.
(O Vicente Greco με την ορχήστρα του, κάπου μεταξύ έτους 1911 και 1914)
Δύο χρόνια αργότερα (1912) η ορχήστρα του Greco έπαιξε στα εγκαίνια του “Armenonville”, στο Παλέρμο, του πρώτου καμπαρέ στο Μπουένος Άιρες. Ήταν μία πολυτελής βίλα που είχε όμορφους κήπους στους οποίους υπήρχαν τραπέζια και καρέκλες, καθώς και άφθονη πίστα. Το ισόγειο φωτιζόταν γενναιόδωρα από έναν εκπληκτικό πολυέλαιο. Οι περιοδείες του Greco συνεχίζονται και φτάνουμε αισίως στο 1916. Εκείνη την χρονιά μαζί με τον καλό του φίλο, Francisco Canaro, o Vicente συγκέντρωσε μια από τις πρώτες γνωστές μεγάλες ορχήστρες, για να παίξουν σε ένα φεστιβάλ στο μέρος «Teatro Politeama» της επαρχίας Ροζάριο. Το μέγεθος της αίθουσας καθώς και ο αριθμός των ανθρώπων που θα βρισκόταν σε αυτή την εκδήλωση, απαιτούσε τη διεύρυνση του μουσικού σχήματος ώστε να αυξηθεί η ένταση του ήχου. Η μεγάλη αυτή ορχήστρα διαμορφώθηκε από τους Vicente Greco, Juan Lorenzo Labissier, Pedro Polito και Osvaldo Fresedo στο bandoneon. Ο Francisco Canaro, ο Rafael Rinaldi και ο Francisco Confetta στα βιολιά. O Samuel Castriota στο πιάνο, o José Martínez στο αρμόνιο, ο Vicente Pecci στο φλάουτο και ο Ruperto Leopoldo Thompson στο μπάσο. Επίσης ο Pablo Laise στην “Lija” (=μουσικό κρουστό όργανο της εποχής) και ο Juan Carlos Bazán στο κλαρινέτο. Η ιδέα αυτού του μουσικού σχήματος ορχήστρας θα ακολουθηθεί αργότερα από τους Firpo και Canaro το 1917 και το 1918.
Vicente Greco: Η συνέχεια
Περίπου εκείνη την περίοδο η υγεία του Greco επιδεινώθηκε ραγδαία. Έπαιζε όλο και λιγότερο. Οι τελευταίες του παραστάσεις ήταν στην πόλη της Κόρδοβα το 1921. Ο θάνατός του συνέβη στο σπίτι του στην οδό Humberto Primo 1823, στις 5 Οκτωβρίου του 1924. Από την προσωπικότητά του, ξεχώριζε η ακραία σεμνότητά του. Αγαπούσε τη λογοτεχνία και το θέατρο ενώ παράλληλα του άρεσε να συχνάζει στα λογοτεχνικά καφέ, όπως το «Los Inmortales» (στην οδό Corrientes 1369). Άξια αναφοράς είναι η φιλία που καλλιέργησε με τον σπουδαίο ποιητή Evaristo Carriego, με τον οποίο συνέγραψε ένα tango που δυστυχώς παραμένει αδημοσίευτο. Στενή φιλία είχε όμως και με τον Florencio Sánchez, ένα γνωστό σεναριογράφο της εποχής.
Ως συνθέτης ήξερε να συνδυάζει στις δημιουργίες του, τους ρυθμούς και τις παραδοσιακές μελωδίες της μουσικής «criolla» (μιας χώρας που κατοικείται από γκάουτσο απογόνους της ισπανικής αποικίας) και τους νέους ήχους που έφτασαν στο Μπουένος Άιρες με τη τεράστια μετανάστευση στα τέλη του 1800. Μερικά παραδείγματα από τις ταλαντούχες συνθέσεις του είναι: El Pibe, El morochito, Rodriguez Peña, El flete, El Estribo, Ojos Negros, Pofpof, La viruta και Racing Club.
Πηγή: ( https://www.linkedin.com/pulse/history-tango-part-6-marcelo-solis?trk=portfolio_article-card_title )