Το ραντεβού έγινε σε έναν από τους χώρους όπου συνηθίζουν να συναντιούνται οι φιγούρες που δουλεύουν τα βράδια στο Buenos Aires: το «El Tío Felipe». Εκεί, η γοητευτική ομιλία του Ιταλού ιδιοκτήτη του, καθιστά ακόμη πιο ευχάριστο τον διάλογο με έναν καλλιτέχνη των παραδοσιακών τραγουδιών της πόλης μας (σ.σ. Buenos Aires) από τη δεκαετία του '40 έως και σήμερα. Για πάνω από μισό αιώνα βρίσκεται στην κορυφή του “κύματος”, πάνω στο οποίο ήξερε πώς να διατηρεί την ισορροπία του, παρά τα κύματα και τις παλίρροιες που πέρασε η μουσική του tango κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου. Η συνέντευξή μας είναι με τον Alberto “Gordo” Podestá και αυτό που σε πολλές περιπτώσεις γίνεται σαν συνομιλία, με τον αξιαγάπητο ομιλητικό Gordo γίνεται μονόλογος:
«Ο Roberto Calo έκανε την γνωριμία ώστε να τραγουδήσω για την ορχήστρα που διεύθυνε ο αδερφός του, Miguel Calo. Τα μέλη της ήταν τα πιο υποσχόμενα ταλέντα της γενιάς μας σε ολόκληρη την πόλη. Μεταξύ τους όμως υπάρχουν δύο που θα ήθελα να επισημάνω γιατί με την πάροδο του χρόνου θα γινόντουσαν αδέρφια μου: τον Armando Pontier και τον Enrique Francini. Τα τέσσερα πρώτα κομμάτια που ηχογράφησα με τον Miguel Calo ήταν με το όνομα Juan Carlos Morel, επειδή υπήρχαν ήδη άλλοι τραγουδιστές με το ίδιο οικογενειακό μου επώνυμο –Podesta- και ο Calo δεν ήθελε να έχουμε προβλήματα με τις συνωνυμίες. Έκανα πρεμιέρα στο καμπαρέ Singapur, που βρίσκεται στην οδό Corrientes και Montevideo. Ζούσα στην οδό Piedras κοντά στη γωνία Alsina. Μεταξύ του ενός σημείου και του άλλου έπαιρνα τραμ στην αρχή. Αργότερα όταν άρχισα να κερδίζω τα πρώτα μου «δολάρια», έπαιρνα ταξί».
«Όταν δούλευα στο καμπαρέ, ένα βράδυ κάποιος σερβιτόρος μου έφερε μια κάρτα από έναν κύριο που ονομαζόταν Vázquez, και ήταν αντζέντης του Carlos Di Sarli. Ήθελε να τον συναντήσω σε ένα κοντινό bar μετά το τέλος της παράστασής. Στην αρχή κρατούσα την κάρτα στα χέρια μου αλλά καθώς συνειδητοποίησα ότι την τσακίζω, την έβαλα στην τσέπη μου. Από τότε που μου παραδώσαν την κάρτα μέχρι το τέλος της παράστασης, το σώμα μου έτρεμε. Αλλά ορκίζομαι ότι τραγούδησα όπως ποτέ άλλοτε. Φανταστείτε, να έχετε την ευκαιρία να τραγουδήσετε για τον Carlos Di Sarli πριν από τα 18 σας. Ήταν σαν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Η συνέντευξη ήταν πολύ φυσιολογική. Δεν είπα τίποτα για αυτό σε κανέναν. Ούτε καν στον Armando ή τον Enrique. Μιλούσαμε για πολύ ώρα μέχρι που μου έκανε μια προσφορά. Δεν το σκέφτηκα καν και σύντομα είπα ναι και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε την επόμενη μέρα στο σπίτι του μαέστρου».
«Για να συντομεύω, μεταξύ της θετικής απάντησης μου στον Carlos Di Sarli και έως το ντεμπούτο μου με αυτόν, πολλά πράγματα έγιναν όπως το να δοκιμάζω κοστούμια για τα σόου και το γεγονός ότι είπα στον Miguel Calo, τον Armando και τον Francini ότι αποχωρώ, κάτι το οποίο δεν τους άρεσε και με επίπληξαν έντονα γι αυτό. Τα πράγματα αυτά θα ήθελα να τα ξεκαθαρίσω σε μια άλλη κουβέντα. Αλλά καθώς το ερώτημα ήταν για το πώς εμφανίστηκε η επιτυχία στην καριέρα μου, θα αναφέρω τις επιτυχίες μου, αλλά πριν από αυτό θυμάμαι ότι ο Di Sarli αφού με ρώτησε το επώνυμό μου (που ήταν Ale), είπε: «Αγόρι, όχι Ale, σε παρακαλώ. Ποιο είναι το επώνυμο της μητέρας σου; " Απάντησα: «Podestá», και πρόσθεσα ότι υπήρχαν ήδη αρκετοί τραγουδιστές με αυτό το επώνυμο. Τότε ο Carlos Di Sarli απάντησε σοφά: «Αγόρι, από εδώ και στο εξής θα είσαι ο Alberto Podestá και από όλους εκείνους που φέρουν αυτό το επώνυμο, θα είσαι ο μόνος που θα τραγουδάς για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα». Πόσο σοφός ήταν ο Δον Carlos. Όταν ήμουν τραγουδιστής με τον Di Sarli και εμφανιζόμασταν στο καμπαρέ Marabú, ανάμεσα στους πελάτες που επισκεπτόντουσαν τον χώρο, ήταν και αρκετοί ποδοσφαιριστές της River Plate, ενός ποδοσφαιρικού συλλόγου που είμαι θαυμαστής. Μερικοί από αυτούς που ερχόντουσαν συχνά και γίναμε στενοί φίλοι ήταν οι: Vaghi, Ramos, Héctor Ferrari, Alfredo Di Stéfano, Labruna, Pipo Rossi και Adolfo Pedernera. Επίσης πήγαινα συχνά στο γήπεδο. Το ποδόσφαιρο και η River Plate είναι δύο πάθη για μένα».
(Στα αριστερά ο Alberto Podesta, στο κέντρο ο μαέστρος Carlos Di Sarli, στα δεξιά ο τραγουδιστής Roberto Rufino)
(Ο μονόλογος του Podestá συνεχίζει απαριθμώντας τις επιτυχίες που τραγούδησε με διαφορετικές ορχήστρες: )
«Με τον Caló, σε διαφορετικές περιόδους: "Percal", "Bajo un cielo de estrellas". με τον Di Sarli, "Al compás del corazón", "Nada", "La capilla blanca".
«Ο Pedro Laurenz σήμαινε ένα ακόμη στάδιο στην καριέρα μου. Με αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο και εξαιρετικό μουσικό, ηγέτη και συνθέτη ηχογράφησα για πρώτη φορά τα: "Alma de bohemio", "Garúa", "Recién" και το "Paisaje".
«Με τους Francini-Pontier, το "Margo", το "Qué me van a hablar de amor", το "El milagro", που ήταν vals των Francini και Sanguinetti, το "El hijo triste" που ήταν ντουέτο με έναν άλλο σπουδαίο φίλο μου, τον Julio Sosa, το "Calesita de mi barrio ", "La cumparsita (Si supieras)", "Sin palabras", με τον Enrique Francini: "Bailemos", "Fueron tres años" και "Un tango para el recuerdo". Με τον Armando Pontier το 1963 έκανα πρεμιέρα με το: "Qué falta que me hacés". Επίσης τραγούδισα τα "Pecado" και "Es nuestra despedida" μεταξύ πολλών άλλων».
«Επιπλέον ηχογράφησα στην Κολομβία με τους Cristóbal Ramos, Ramón Ozán και Joaquín Mora, ο οποίος έπαιξε ως μπανονεονίστας και όχι ως πιανίστας. Στη Βενεζουέλα με τους Los Caballeros del Tango. Στην Ουρουγουάη με τον El Potrillo César Zagnoli. Επίσης έπαιξα στη Χιλή με τον Lucho Ibarra. Ως σολίστ με τους Juan José Paz, Leopoldo Federico, Alberto Di Paulo, Luis Stazo, Jorge Dragone, Ernesto Rossi (Tití) και τον Roberto Grela και τις κιθάρες του».
«Γνώρισα τον Enrique Francini και τον Armando Pontier όταν ήμασταν παιδιά. Ζήσαμε πολλά πράγματα μαζί και υπάρχουν πολλές ιστορίες μεταξύ των τριών μάς. Μία Κυριακή ο (Osmar) Maderna και ο Caló είχαν μία διαφωνία που σχεδόν κατέληξε σε χτυπήματα. Από αυτή τη διαμάχη γεννήθηκαν δύο ορχήστρες, αφού ο Maderna αποφάσισε να αποχωρίσει και να δημιουργήσει την δική του. Ο Armando και ο Enrique είχαν και αυτοί στο μυαλό τους να χωρίσουν με τον Miguel τον Δεκέμβριο ή, το πολύ, μετά το καρναβάλι τον επόμενο χρόνο. Με αφορμή όμως τον τσακωμό, είπαν επίσης στον Miguel ότι θα έφευγαν και ότι θα έπρεπε να βάλει στην ορχήστρα νέα άτομα. Η συμπεριφορά του Calo ήταν τελείως διαφορετική. Aφού τους συγχάρηκε, τους είπε ότι θα μπορούσαν να βασίζονται σε αυτόν για οτιδήποτε χρειαστούν, χρήματα ή άλλα, για τη νέα ορχήστρα τους».
«Αφού χώρισαν με τον Caló αφιερώθηκαν στο να συνθέσουν την νέα τους ορχήστρα. Μία βροχερή Δευτέρα του Μαΐου του 1945, ήρθαν στο σπίτι μου που βρίσκεται στην οδό Concepción Arenal. Χαιρέτησαν τη μαμά μου και ο Enrique Francini την ρώτησε αν υπήρχαν μπισκότα. To έκανε για να διευκολύνει την κατάσταση. Άρχισαν να μιλούν. Ο Armando το έκανε με αυτοπεποίθηση, μια γνωστή συνήθεια για αυτόν. Μου είπαν ότι είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν την ορχήστρα τους και ότι θα ήθελαν να είμαι ο τραγουδιστής τους. Τι θα μπορούσα να πω; Αγκαλιαστήκαμε και ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλον καλή τύχη. Δύο ή τρεις μέρες αργότερα, κατά τη διάρκεια μιας πρόβας έμαθα ότι το τμήμα με τα bandoneon αποτελούταν από τους Juan Salomone, Nicolás Parasino και Ángel Domínguez. Τα βιολιά ήταν ο Mario Lalli - που αργότερα άλλαξε σε βιόλα- , o Aquiles Aguilar και o José Amatrain. Ο Rafael del Bagno ήταν στο κοντραμπάσο και ο Juan José Paz ήταν ο πιανίστας. Είχαμε μια καλή φιλία και κέρδισα πολλά χρήματα πηγαίνοντας μαζί τους, αλλά εκείνη την εποχή η φιλία και ο λόγος ενός άνδρα ήταν πολύ σημαντικότερος από μια υπογραφή».
«Ένας από τους σπουδαιότερους χαρακτήρες που γνώρισα στον κόσμο του tango ήταν ο Pedro Laurenz. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Μπορούμε να πούμε ότι ήταν ένας από τους πιο κομψούς μαέστρος ορχήστρας εκείνη την εποχή. Όταν με κάλεσε να τραγουδήσω μαζί του, αφού καταλήξαμε σε συμφωνία, ρώτησα από πού είχαν φτιάξει τα ρούχα τους τα μέλη της ορχήστρας του. Όταν μου είπαν από το μαγαζί “Spiro y Demetrio” σχεδόν λιποθύμησα καθώς ήταν ένα από τα πιο ακριβά καταστήματα ραπτικής στο Buenos Aires. Με τον Laurenz, έπρεπε να φοράμε όλοι τα ίδια ρούχα στο ίδιο χρώμα: πουκάμισα, κάλτσες, γραβάτες και μαντήλια. Πέρασα έναν υπέροχο χρόνο μαζί του. Επίσης μαζί του, το κοινό με αναγνώρισε με το tango «Alma de bohemio», που εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να είναι το τραγούδι σήμα-κατατεθέν μου».
«Η μοίρα δεν μου επέτρεψε να τραγουδήσω με τον Troilo: «Το 1947 ενώ ήμουν τραγουδιστής για τους Francini-Pontier, ο Troilo ήρθε να με δει και με ρώτησε αν θα ήθελα να τραγουδήσω στην ορχήστρα του. Φυσικά μου ζήτησε, όπως γινόταν σε όλες αυτές τις καταστάσεις, να είμαι διακριτικός γιατί ήξερε ότι είμαι φίλος με τα αγόρια Francini και Pontier. Καθώς ο τραγουδιστής του, Alberto Marino, είχε αποχωρίσει έπρεπε να τον αντικαταστήσω. Μίλησε με τον Enrique και τον Armando. Δεν τους άρεσε, αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελαν να εμποδίσουν την καριέρα μου. Έτσι ολα είχαν ήδη τακτοποιηθεί. Αλλά ο Di Sarli ήθελε να με προσλάβει για ένα μήνα στο Montevideo. Μαζί του τραγουδούσε ο Jorge Durán αλλά με ήθελε ως ενίσχυση. Το είπα στον Pichuco και μου είπε: «Gordurita - έτσι με αποκάλεσε - κάνε το». Όταν επέστρεψα, διαπίστωσα ότι τραγουδιστής ήταν ο Rivero! Παραλίγο να πεθάνω. Καθώς δεν μου είπαν τίποτα, δεν ζήτησα τίποτα. Αργότερα με το πέρασμα του χρόνου, το 1955, τραγουδούσα στη Χιλή με μεγάλη αναγνώριση. Κάποιος μου τηλεφώνησε στο διαμέρισμά μου. Ήταν ο ίδιος ο Pichuco. Μου ζήτησε να πάω στο Bueno Aires, γιατί ο Raul Beron επρόκειτο να παραιτηθεί και ήμουν η επιλογή του ως τραγουδιστής. Εκείνη τη περίοδο, ο Francini και ο Pontier χωρίστηκαν επίσης. Ο Julio Sosa και ο Armando, (με διαφορετικά ποσοστά,) ήταν συνεργάτες και έπρεπε να γίνω ο άλλος τραγουδιστής. Τους είπα γιατί ήμουν στο Buenos Aires. Ο Armando μου είπε τι είχε συμβεί και ότι είχαν στο μυαλό τους –μαζί με τον Julio- να τραγουδίσουμε μερικά tango σαν ντουέτο. Τους είπα ότι δεν θα το κάνω. Αλλά και πάλι είχα κακή τύχη! Τελικά δεν τραγούδησα ούτε με τον Troilo, ούτε επανενώθηκα με τους φίλους μου Sosa και Pontier. Ο Enrique Francini το έμαθε και με έκανε να συμμετάσχω στην ορχήστρα του. Αλλά η ιστορία είναι ότι η κακή μου τύχη με εμπόδισε στο να συμμετάσχω στην ορχήστρα του Troilo. Ήμασταν στενοί φίλοι όλη μας τη ζωή. Δεν τον ρώτησα ποτέ τι είχε συμβεί. Κράτησε αυτό το μυστικό μέχρι την ημέρα που πέθανε, νομίζω ότι το ήξερε μόνο αυτός».
(Σε αυτό το σημείο της συνομιλίας σταμάτησε, κάλεσε τον Carlitos, τον γιο του Tío Felipe, και έφυγε αφού πρώτα δεν μας επέτρεψε να πληρώσουμε. Βρέθηκα μόνος στο τραπέζι μαζί με έναν φίλο, μάρτυρα αυτής της ομιλίας. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον, παρήγγειλα δύο καφέδες και του είπα: «Το καταλαβαίνεις; Με όλα όσα είπε και τα πράγματα που έζησε, δεν θα μπορούσε να γραφτεί ένα ολόκληρο βιβλίο για την ιστορία της δεκαετίας του '40; Ποιος θα μπορούσε να τα πει καλύτερα από αυτόν;)
Το παρών αποτελεί απόσπασμα από το "Cuadernos de difusión del Tango", Nº 23 έκδοση του Salvador Arancio.
Πηγη: (http://www.todotango.com/english/history/chronicle/121/Podesta-Alberto-Podestas-memories/ )