Ήταν το 1870 όταν έκανε την εμφάνιση του στο Buenos Aires το πιο διάσημο μουσικό όργανο: Το Bandoneon. To tango εκείνη την περίοδο ήταν ακόμα στα αρχικά του στάδια όπως επίσης και αυτό το νέο όργανο που μερικές φήμες λένε ότι ο εφευρέτης του ήταν ο Heinrich Band ενώ κάποιες άλλες λένε ότι εφευρέθηκε από τον Carl F. Zimmerman. Σε καμία όμως από τις παραπάνω περιπτώσεις, ο εφευρέτης του δεν το κατοχύρωσε πνευματικά. Το Bandoneon είναι ένα μουσικό όργανο που δημιουργήθηκε συνδυαστικά από την εξέλιξη της φυσαρμόνικας (που εφευρέθηκε το 1830), εμπνεύστηκε από το ακορντεόν και παράλληλα σχεδιάστηκε σαν φορητή έκδοση του αρμόνιου. Ο ήχος του bandoneon παράγεται καθώς ο αέρας ρέει επάνω σε δονούμενα λεπτά μεταλλικά καλάμια που είναι τοποθετημένα σε ένα πλαίσιο.
Το παλαιότερο γνωστό μουσικό όργανο που χρησιμοποιούσε αυτή τη μέθοδο είναι το Cheng, ένα πνευστό όργανο που χρησιμοποιούταν ήδη στην Κίνα από το 700 μ.Χ. και αποτελείται από διάφορα καλάμια μπαμπού (13 έως 36) τα οποία είχαν μέσα παλλόμενες μεμβράνες και μια τροποποιημένη κολοκύθα ως θάλαμος εμφύσησης. Η ροή του αέρα δημιουργούταν με την εμφύσηση του, όπως ακριβώς σε ένα φλάουτο. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, αυτή η τεχνική παραγωγής ήχου ήταν γνωστή στην Ευρώπη και από αυτήν προέκυψαν πολλά διαφορετικά όργανα, μερικά ακόμα σε χρήση, όπως η φυσαρμόνικα, το αρμόνιο, το ακορντεόν και η κονσερτίνα (είδος ακορντεόν) που θεωρείται ο άμεσος πρόγονος του Bandoneon. Ο Carl Friedrich Uhlig (1789-1874) δημιούργησε τη κονσερτίνα το 1839, εμπνευσμένη από το ακορντεόν του Βιεννέζου Cyrill Demian (1772-1847), και στην συνέχεια την εξέλιξε. Η πρώτη κονσερτίνα του Uhlig είχε 5 κουμπιά σε κάθε πλευρά, για υψηλότερες νότες που προορίζονταν για τη μελωδία στα δεξιά και για χαμηλότερες νότες (μπάσες) στα αριστερά. Η κονσερτίνα παρήγαγε 2 διαφορετικές νότες ανά κουμπί, μία στο άνοιγμα και μία στο κλείσιμο του οργάνου, επιτυγχάνοντας έτσι 20 διαφορετικούς τόνους. Αυτό το όργανο είχε τις προδιαγραφές για να γίνει αργότερα το γνωστό σε όλους μας Bandoneon.
(Η πρώτη εκδοχή της κονσερτίνας, κατασκευσμένη το 1839)
Ο σκοπός του Uhlig ήταν να δημιουργήσει ένα όργανο που, εξαλείφοντας τις δυσκολίες μεταφοράς του αρμονίου, να είχε μια παρόμοια ηχητικότητα και ταυτόχρονα να συνδυάζεται τέλεια με τα έγχορδα όργανα, επιτρέποντας την ενσωμάτωσή του σε ‘ευέλικτες’ ορχήστρες (μουσικής δωματίου). Αυτός είναι και ο λόγος που συνέχιζε να βελτιώνει την κονσερτίνα. Το 1854 ο Uhlig παρουσίασε τη δημιουργία του στη βιομηχανική έκθεση του Μονάχου, κερδίζοντας ένα μετάλλιο τιμής. Αυτά τα όργανα αν και ήταν πολύ δημοφιλή, δεν είχαν το πεπρωμένο που επιθυμούσε ο δημιουργός τους, καθώς υιοθετήθηκαν ως επί το πλείστον από αγρότες και εργάτες που άρχισαν να το παίζουν ‘πρόχειρα’ με το αυτί ή με σύστημα συμβολισμού χρησιμοποιώντας τους μικρούς αριθμούς γραμμένους σε κάθε κουμπί. Αργότερα κάποιοι κατασκευαστές οργάνων συνέχισαν να προσθέτουν κουμπιά, μέχρι που έφτασε στα 62.
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω στο 1829 αλλά παραμένοντας στην Ευρώπη, συναντάμε τον επιστήμονα και κατασκευαστή μουσικών οργάνων, Charles Wheatstone (1802 – 1875) ο οποίος κατασκεύασε και κατοχύρωσε την Αγγλική κονσερτίνα. Η εφεύρεση του ήταν εξάγωνη ενώ του Uhlig που ονομαζόταν Γερμανική κονσερτίνα ήταν τετράγωνη. Το Bandoneon προέρχεται από την Γερμανική κονσερτίνα. Σύμφωνα με κάποιες εκδοχές, ο Carl F. Zimmerman τροποποίησε την κονσερτίνα του Uhlig, προσθέτοντας κουμπιά και αναδιατάσσοντας το εσωτερικό της, δημιουργώντας έτσι τη γνωστή ως "Carlsfelder concertina" (από τη Γερμανική πόλη Carlsfeld, όπου ζούσε ο Zimmerman) σε αντίθεση με την "Chemnitzer concertina " (από τη Γερμανική πόλη Chemnitz, όπου ζούσε ο Uhlig). Ο Zimmerman μετακόμισε αργότερα στις ΗΠΑ, πουλώντας το εργοστάσιό του στον Ernst Louis Arnold, έναν άλλο κατασκευαστή οργάνων που θα συνδεθεί με την προέλευση του Βandoneon. Το 1840, ο Heinrich Band, ένας μουσικός από το Carlsfeld, ανακαλύπτει τη κονσερτίνα του Uhlig σε μια επίσκεψη στο Chemnitz. Του αρέσει πραγματικά το όργανο, αλλά αποφασίζει να το βελτιώσει. Έτσι το 1843 ανοίγει ένα κατάστημα μουσικών οργάνων στο Carlsfeld και το 1846 ξεκινά την πώληση της βελτιωμένης εκδοχής της κονσερτίνας του Uhlig με 28 κουμπιά που παίζουν δύο διαφορετικούς τόνους το καθένα και με διαφορετική διάταξη των κουμπιών αυτών. Αυτά είναι τα όργανα άρχισαν να αναφέρονται ως Βandoneon, αν και ο Heinrich Band τα θεωρούσε κονσερτίνες και ποτέ δεν τα κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Αργότερα θα εξελίξει και άλλο την κονσερτίνα του παράγοντας μοντέλα με 65 κουμπιά που παρήγαγαν δύο διαφορετικούς ήχους το κάθε κουμπί. Επίσης συνεισέφερε στην δημοτικότητα του οργάνου με το να μετατρέψει πολλά μουσικά έργα πιάνου σε bandoneon και επίσης έγραψε αρκετά βαλς και πόλκες που μπορούσαν να παιχτούν με Βandoneon. Υπάρχουν όμως και φήμες που αναφέρουν ότι ο Band κατασκεύασε το όργανο αυτό για να παίζει εκκλησιαστικές μελωδίες. Η αλήθεια είναι ότι ο Heinrich Band δεν έφτιαξε το Βandoneon τελείως μονάχος του. Ήταν ο σχεδιαστής του αλλά την παραγωγή του την είχε ζητήσει από τον Carl F. Zimmerman. Δυστυχώς σε ηλικία 39 ετών ο Heinrich Band απεβίωσε και η χήρα γυναίκα του, Johana Sieburg, συνεργάστηκε με τον Jaques Dupon το 1860 για να συνεχιστεί η παραγωγή των Bandoneon. Ο Alfred Band, ο πρωτότοκος γιός του Heinrich και της Johana, έγραψε ένα από τα πρώτα βιβλία που σχετίζονται με το Bandoneon, με όλες τις μεγάλες και τις μικρότερες μουσικές κλίμακες. Ο Ernst Louis Arnold, ο οποίος αγόρασε το εργοστάσιο του Zimmerman όπως προαναφέραμε, θα γίνει ο πιο σημαντικός παραγωγός Βandoneon. Ο γιος του, Alfred Arnorld, ο οποίος εργαζόταν στο εργοστάσιο του πατέρα του από την παιδική του ηλικία, θα επινοήσει τελικά ένα εξελιγμένο Bandoneon με 71 κουμπιά με δύο νότες το καθένα. Η εκδοχή του, που ονομάζεται "ΑΑ", θα γίνει η προτιμώμενη από τους Αργεντινούς μουσικούς tango. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές εκδοχές της κονσερτίνας και του Βandoneon όπως επίσης υπάρχουν και πολλές διαφορετικές ρυθμίσεις των κουμπιών, όπως είδαμε με τις κονσερτίνες Carlsfelder και Chemnitzer, ενώ υπάρχουν και μερικά μοντέλα με κάθε κουμπί να παίζει μόνο μία νότα. Όλα αυτά προκαλούσουν σύγχυση, οπότε το 1921, ο Emil Schimild από την Λειψία της Γερμανίας, πρότεινε την ενοποίηση όλων των συνδυασμών κουμπιών των κονσερτίνων και των Βandoneons σε ένα όργανο. Αυτή η πρόταση δεν ευδοκίμησε, αλλά παρόλα αυτά το 1924 συμφωνήθηκε η ενοποίηση της ρύθμισης των κουμπιών του bandoneon, με ένα μοντέλο 72 κουμπιών που παρήγαγε 2 νότες το καθένα (144 τόνοι). Η συμφωνία αυτή δεν επηρέασε τους Αργεντινούς μουσικούς tango που υιοθέτησαν το Bandoneon με τα 71 κουμπιά (142 σημειώσεις), και ο Alfred Arnold συνέχισε την παραγωγή του αποκλειστικά γι 'αυτούς. Ο Alfred Arnold μάλιστα δεχόταν παραγγελίες από Αργεντίνους Bandoneonistas που ζητούσαν να συμπεριληφθούν περισσότεροι ήχοι στο προσαρμοσμένο Bandoneon τους.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το εργοστάσιο του Alfred Arnold, το οποίο βρισκόταν σε αυτό που έγινε Ανατολική Γερμανία, απαλλοτριώθηκε και έληξε την παραγωγή Bandoneons για να γίνει εργοστάσιο ανταλλακτικών κινητήρων ντίζελ. Ο Arno Arnold, ο ανιψιός του Alfred, κατάφερε να απομακρυνθεί από την Ανατολική Γερμανία και άνοιξε ένα εργοστάσιο παραγωγής Bandoneons στη Δυτική Γερμανία το 1950, με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού του θείου του, κ. Muller. Αυτό το εργοστάσιο έκλεισε μετά το θάνατο του Arno, το 1971. Ο Klaus Gutjahr, ένας παίχτης Bandoneon και απόφοιτος της Σχολής Bandoneon του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, άρχισε να κατασκευάζει χειροποίητα Βandoneons το 1970. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 συνεργάστηκε με τον Paul Fischer στην εταιρία Paul Fischer KG, για την κατασκευαστή μουσικών οργάνων Bandoneons σε συνδυασμό με τις δημοτικές αρχές του Eibenstock. Η εταιρία Paul Fischer KG, μαζί με το Ινστιτούτο Κατασκευής Μουσικών Οργάνων της Zwota, ανέπτυξε ένα bandoneon με 142 νότες το 2001. Το εργοστάσιο ‘Bandonion and Concertina Klingenthal’ συνεχίζει την παράδοση των θρυλικών οργάνων "AA" και συνεπώς την κατασκευή Βandoneons στο Carlfeld. Τα χρησιμοποιούμενα υλικά και ο τρόπος κατασκευής αντιστοιχούν στα θρυλικά όργανα "ΑΑ". Χρησιμοποιώντας ιστορικά όργανα, πραγματοποιούνται πειράματα για τη δοκιμή των ακουστικών, υλικών και μηχανικών παραμέτρων σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Παραγωγής Μουσικών Οργάνων της Zwota. Η διαδικασία κατασκευής έχει ρυθμιστεί χρησιμοποιώντας αυτές τις παραμέτρους και αυτό μπορεί να αποδειχθεί μέσω μετρήσεων. Ο ήχος των υπέροχων αυτών Bandoneons "AA" είναι μοναδικός και χρειάζεται μια δύσκολη και λεπτομερής διαδικασία παραγωγής για να παραχθούν Bandoneons που να ‘ακούγονται’ όπως ακριβώς οι σπάνιοι προγόνοι τους. Επειδή το Βandoneon δεν έχει κατοχυρωθεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δεν υπάρχουν πληροφορίες που να έχουν ποτέ καταγραφεί για το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του, όπως τα ακριβή κράματα των μεταλλικών δονούμενων καλαμιών, διαφορετικά για κάθε νότα. Στην Αργεντινή, τα Βandoneons κατασκευάζοταν χειροποίητα από τον Humberto Bruñini, κάτοικο της Bahía Blanca. Αφού απεβίωσε, η κόρη του Όλγα συνέχισε με την παράδοση μέχρι να αποβιώσει και αυτή το 2005.
Ο πρώτος παίκτης του bandoneon που αναφέρεται ποτέ στο Buenos Aires ήταν ο Tomas Moore, ο "el inglés" (ο Άγγλος), αν και ορισμένοι δήλωνουν ότι ήταν Ιρλανδος, αυτός που έφερε το όργανο αυτό στην Αργεντινή το 1870. Ένας Βραζιλιάνος που ονομάζεται Bartolo αναφέρεται επίσης ως ο πρώτος που έφερε αυτό το όργανο στο Buenos Aires. Ο Ruperto "el ciego" (ο τυφλός) αναφέρεται ως ο πρώτος που έπαιξε tango με το Bandoneon του. Συνήθιζε να παίζει κοντά στην αγορά της οδού Moreno για ελεημοσύνη. Ο Pedro Ávila και ο Domingo Santa Cruz (συντάκτης του διάσημου tango "Unión Cívica") έπαιζαν σε συναυλία μέχρι που ο Tomas Moore τους παρουσίασε το bandoneon του. Ο José Santa Cruz, πατέρας του Domingo, άλλαξε από κονσερτίνα σε bandoneon. Θεωρείται ότι έπαιζε στρατιωτικές μελωδίες με ένα Βandoneon κατά τη διάρκεια του πολέμου της Παραγουάης, αλλά είναι πολύ πιθανό ότι εκείνη την εποχή έπαιζε κονσερτίνα. Ο Pablo Romero, ο "el pardo" ή "el negro" θεωρείται ως ένας από τους πρώτους που έπαιζαν tango με Bandoneon, στην περιοχή του Παλέρμο. Αυτά τα bandoneons ήταν μία πρωτότυπη εκδοχή των 32 τόνων. Μετά το 1880, όπου το tango άρχισε να αναπτύσσει την οριστική του μορφή, οι πιο αναγνωρισμένοι παίκτες bandoneon ήταν:
O Antonio Francisco Chiappe ήταν γεννημένος στο Montevideo το 1867. Η οικογένειά του μετακόμισε στο Buenos Aires το 1870 στη γειτονιά του Barracas. O Chiappe είχε ένα κρεοπωλείο ενώ παράλληλα ήταν επαγγελματίας οδηγός άμαξας. Μάλιστα αργότερα έγινε και πρόεδρος του Συλλόγου Επαγγελματικών Οδηγών Αμαξών. Ήταν ένας θαυμάσιος παίκτης bandoneon, ο οποίος θα υπερηφανευόταν για το ταλέντο του και συχνά δημοσίευσε διαφημίσεις στην εφημερίδα, προκαλώντας όποιον θελήσει να στοιχηματίσει χρήματα για το ποιός παίζει καλύτερα Waldteufel Βαλς. Ο Chiappe αν και εκπληκτικός bandoneonista δεν έβγαζε ποτέ τα προς το ζην από την μουσική ενώ ποτέ δεν έπαιζε σε άλλα μέρη εκτός από οικογενειακά πάρτι. Έπαιζε με τον "El Pardo" Sebastián Ramos Mejía ένα πρώιμο tango, το "El Queco", το οποίο ήταν πολύ δημοφιλές στην εποχή του. Είχε επίσης πραγματοποιήσει αρκετούς μουσικούς σχηματισμούς, από τους οποίους είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε έναν που ήταν ο πρoάγγελος της "Orquesta Típica Criolla" του Vicente Greco. Στην ορχήστρα αυτή, ο Chiappe συνδίαζε το Βandoneon με το βιολί, φλάουτο, κλαρινέτο, φυσαρμόνικα, δύο κιθάρες και το μπάσο. Σύμφωνα με τον Enrique Cadícamo, στο ποίημά του "Poema al primer bandoneonista", ο πρώτος παίκτης Bandoneon του tango είναι ο "El Pardo" Sebastián Ramos Mejía, αλλά σήμερα υιοθετείται η επιβεβαίωση του ιστορικού του Tango, Roberto Selles, ότι τελικά ήταν ο Antonio Chiappe ο πρώτος παίκτης Bandoneon.
Ένας άλλος σημαντικός bandoneonista ήταν ο προαναφερόμενος "El Pardo" Sebastián Ramos Mejía. Ο Mejía ήταν απόγονος των Aφρικανών σκλάβων και ήταν οδηγός κάρων με άλογα, στη γραμμή Buenos Aires-Belgrano. Έπαιζε στο Cafe Atenas του Ministro inglés (σήμερα Scalabrini Ortiz) και στη Santa Fe. To Bandoneon του είχε 53 τόνους. Θεωρείται ότι έδωσε κάποια μαθήματα Bandoneon στην θρυλική μορφή του tango, Vicente Greco.
To Bandoneon δεν έγινε αποδεκτό αμέσως από τους Αργεντίνους μουσικούς και χορευτές του tango. Οι αρχικοί σχηματισμοί του φλάουτου, του βιολιού και της κιθάρας έπαιζαν ένα χαρούμενο, φωτεινό και γρήγορο ρυθμό που ήταν τελείως διαφορετικοί από αυτούς που μπορούσε να αναπαράγει το Bandoneon. Στην αντίπερα όχθη όμως, το Βandoneon με το "legato" του και τις χαμηλές μελαγχολικές νότες του, (τις οποίες οι χειριστές τους επέμεναν να μετατρέπουν συνεχώς από τους Γερμανούς παραγωγούς) κέρδιζε σιγά-σιγά ολοένα και περισσότερους υποστηριχτές . Στην πραγματικότητα, έδωσε στο tango ότι του έλειπε και αντιστοίχως βρήκε τη μουσική για την οποία φαίνεται να δημιουργήθηκε. Αντίθετα με άλλα όργανα του tango, όπως το βιολί, το φλάουτο, η κιθάρα, η άρπα ή αργότερα το πιάνο, δεν είχε παραδόσεις που να αναφέρονται σε αυτό. Ήταν σαν ένα κενό κομμάτι χαρτί στο οποίο θα μπορούσε να γραφτεί κάτι από την αρχή. Δεν υπήρχαν ούτε μαέστρος για να το υποστηρίξουν αλλά ούτε και μέθοδοι γι 'αυτό. Όλα έπρεπε να δημιουργηθούν από το μηδέν. Ίσως οι ομοιότητες μεταξύ του ήχου του και του ήχου άλλων φορητών μουσικών οργάνων που διέδιδαν το tango να βοήθησαν στην αποδοχή του.
Απαραίτητος για την αποδοχή του Βandoneon ως μουσικού οργάνου tango ήταν ο Juan Maglio "Pacho". Γεννημένος το 1881, άρχισε να μαθαίνει να παίζει Βandoneon βλέποντας τον πατέρα του να παίζει κάθε μέρα μετά την δουλειά. Παρατηρούσε τις θέσεις των δακτύλων και στη συνέχεια τις εξασκούσε κρυφά στην οροφή του σπιτιού του. Πήγε στο σχολείο μέχρι την ηλικία των 12 ετών, όταν άρχισε να εργάζεται, πρώτα σε ένα μηχανολογικό εργαστήριο, στη συνέχεια ως εργάτης σε διάφορες δραστηριότητες, και έπειτα σε ένα λατομείο. Στην ηλικία των 18 ετών αποφάσισε να αρχίσει πλήρως αυτό που αγαπούσε περισσότερο: Τη μουσική. Κατά τα χρόνια της σκληρής δουλειάς, συνέχιζε να ασκεί το επάγγελμά του αλλά ταυτόχρονα συνέχιζε να παίζει μουσική, προκειμένου να παραμένει σε φόρμα για το πότε θα χτυπήσει η ευκαιρία. Είχε όμως τεχνικά ζητήματα για να επιλύσει, όπως την ανάπτυξη μεγαλύτερης ανεξαρτησίας μεταξύ δεξιού και αριστερού χεριού, και πήγε σε αναζήτηση καθοδήγησης στον πιο έμπειρο bandoneonista, Domingo Santa Cruz. Με τον καιρό βελτιώθηκε, και από το Bandoneon των 35 κουμπιών, μεταφέρθηκε διαδοχικά σε άλλα των 45, 52, 65, 71 κουμπιών και επιτέλους, σε ένα προσαρμοσμένο bandoneon με 75 κουμπιά (!).
(Ο Juan Maglio "Pacho")
Ο πατέρας του τον φώναζε "pazzo" (ιταλική λέξη για τρελό) στην παιδική του ηλικία, λόγω του ανήσυχου χαρακτήρα του. Οι φίλοι του δεν μπορούσαν να προφέρουν αυτή τη λέξη και τον αποκαλούσαν "Pacho". Του άρεσε να κάνει αστεία. Αν ήσασταν στην περιοχή του κολπίσκου Maldonado το 1918 και βλέπατε ένα φάντασμα, ήταν ο Pacho, που περιφερόταν κάθε νύχτα με ένα λευκό σεντόνι για να φοβίζει τους περαστικούς. Ο Pacho είχε πολύ αυτοπεποίθηση και απαιτούσε από τους μουσικούς του να κάνουν το ίδιο. Ξεκίνησε να παίζει ως επαγγελματίας στις αρχές της δεκαετίας του 1900, πρώτα στους οίκους ανοχής και στη συνέχεια στα καφενεία, μέχρι που έφτασε στο ζενίθ του, όταν κλήθηκε για να παίξει στο πολύ γνωστό Café La Paloma, στο Παλέρμο, το 1910. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι το Παλέρμο εκείνης της εποχής δεν ήταν η ίδια γειτονιά ανώτερης τάξης που γνωρίζουμε σήμερα. Πολλοί άνθρωποι ερχόντουσαν για να ακούσουν εκεί τον Pacho. Ο ιδιαίτερος ρυθμός των συνθέσεων των Tangos του Pacho έφενε πολλούς από τους καλύτερους χορευτές της εποχής, όπως ο El Cachafáz, για να τον ακούσουν. Μια νύχτα λέγεται, ότι μερικοί φανατικοί ακροατές του από τη γειτονιά της Once, (ανώτερης τάξης από το Παλέρμο), τον τοποθέτησαν σε φορείο και τον μετέφεραν για να παίξει στο Café Garibotto, στο San Luis, και στο Pueyrredón. Εκεί αργότερα παρουσίασε ένα κουαρτέτο αποτελούμενο από ένα Bandoneon, φλάουτο, βιολί και μία κιθάρα με 7 χορδές.
Γύρω στα χρόνια αυτά ο Pacho παρουσίασε τις συνθέσεις του: "Armenonville", "Un copetín" και "Quasi nada". Προσέλκυε τόσο πολλούς ανθρώπους στις συναυλίες του, όπου η αστυνομία άρχισε να υποψιάζεται ότι δεν ήταν μόνο η μουσική που προσέφερε το μαγαζί στην πελατεία του. Μία νύχτα οι αστυνομικοί μπήκαν απότομα και τους συνέλαβαν όλους: τους πελάτες, τους σερβιτόρους, τους μουσικούς, τον ιδιοκτήτη και… μία γάτα (!) Αλλά δεν βρήκαν τίποτα. Σε απάντηση, ο Pacho έγραψε το tango "Qué papelón!". Το 1912 άρχισε να καταγράφει για την δισκογραφική εταιρία ‘Columbia’. Η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη που η λέξη "Pacho" έγινε συνώνυμο των "ηχογραφήσεων".
Πηγή: (https://www.linkedin.com/pulse/history-tango-part-5-marcelo-solis?trk=portfolio_article-card_title)